σκληραίνω — σκληραίνω, σκλήρυνα βλ. πίν. 47 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκληραίνω — Ν [σκληρός] 1. (μτβ.) σκληρύνω 2. (αμτβ.) α) σκληρύνομαι, γίνομαι σκληρός, αποκτώ σκληρότητα β) μτφ. γίνομαι άκαμπτος, ανυποχώρητος, σκληροτράχηλος … Dictionary of Greek
εκχαλκουργώ — ἐκχαλκουργῶ ( έω) (Μ) 1. εκχαλκεύω, κατασκευάζω κάτι από χαλκό 2. μτφ. σκληραίνω την καρδιά κάποιου σαν χαλκό, σκληραίνω κάτι σαν χαλκό … Dictionary of Greek
επιπωρούμαι — ἐπιπωροῦμαι, όομαι (Α) [πωρούμαι] 1. πωρώνομαι, σκληραίνω στην επιφάνεια 2. σκληραίνω έπειτα … Dictionary of Greek
προσπωρώ — όω, Α σκληραίνω κάτι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πωρῶ, «απολιθώνω, σκληραίνω»] … Dictionary of Greek
σκλήρεμα — το, Ν [σκληραίνω] το αποτέλεσμα τού σκληραίνω, σκλήρυνση … Dictionary of Greek
σκληρύνω — ΝΜΑ, και σκληραίνω Ν [σκληρός] 1. καθιστώ κάτι ή κάποιον σκληρό, σκληραίνω 2. κάνω κάποιον ή κάτι σκληρότερο από ό,τι ήταν προηγουμένως αρχ. 1. παθ. σκληρύνομαι μτφ. γίνομαι αδιάλλακτος, άκαμπτος, ανυποχώρητος, πείσμονας 2. φρ. «σκληρύνω τὴν… … Dictionary of Greek
στία — ἡ, Α μικρός λίθος, λιθαράκι, ψηφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *stāi / stī «συμπυκνώνω, στερεώνω, σκληραίνω» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. styāyate «στερεώνομαι, σκληραίνω» και με το επίθ. styāna «στερεωμένος», πιθ. με γοτθ. stains, αρχ … Dictionary of Greek
αδρίζω — [αδρός] 1. γίνομαι τραχύς, σκληραίνομαι, σκληραίνω 2. γίνομαι ξινός, ξινίζω … Dictionary of Greek
αθιακώνω — [αθιάκι] 1. μπήγω αθιάκι στο τσουκάνι τού αλωνιού για να γίνει σκληρότερο 2. (γενικότερα) κάνω κάτι σκληρό, σκληραίνω … Dictionary of Greek