σκληραίνω

σκληραίνω
σκληραίνω και σκληρύνω σκλήρυνα, σκληρύνθηκα
1. μτβ., κάνω κάτι σκληρό: Η ζέστη έχει σκληρύνει το χώμα. – Η κυβέρνηση μέρα με τη μέρα σκληραίνει τη στάση της προς τους εργαζομένους.
2. αμτβ., γίνομαι σκληρός: Σκλήρυνε η καρδιά του από τις πολλές συμφορές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκληραίνω — σκληραίνω, σκλήρυνα βλ. πίν. 47 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκληραίνω — Ν [σκληρός] 1. (μτβ.) σκληρύνω 2. (αμτβ.) α) σκληρύνομαι, γίνομαι σκληρός, αποκτώ σκληρότητα β) μτφ. γίνομαι άκαμπτος, ανυποχώρητος, σκληροτράχηλος …   Dictionary of Greek

  • εκχαλκουργώ — ἐκχαλκουργῶ ( έω) (Μ) 1. εκχαλκεύω, κατασκευάζω κάτι από χαλκό 2. μτφ. σκληραίνω την καρδιά κάποιου σαν χαλκό, σκληραίνω κάτι σαν χαλκό …   Dictionary of Greek

  • επιπωρούμαι — ἐπιπωροῦμαι, όομαι (Α) [πωρούμαι] 1. πωρώνομαι, σκληραίνω στην επιφάνεια 2. σκληραίνω έπειτα …   Dictionary of Greek

  • προσπωρώ — όω, Α σκληραίνω κάτι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πωρῶ, «απολιθώνω, σκληραίνω»] …   Dictionary of Greek

  • σκλήρεμα — το, Ν [σκληραίνω] το αποτέλεσμα τού σκληραίνω, σκλήρυνση …   Dictionary of Greek

  • σκληρύνω — ΝΜΑ, και σκληραίνω Ν [σκληρός] 1. καθιστώ κάτι ή κάποιον σκληρό, σκληραίνω 2. κάνω κάποιον ή κάτι σκληρότερο από ό,τι ήταν προηγουμένως αρχ. 1. παθ. σκληρύνομαι μτφ. γίνομαι αδιάλλακτος, άκαμπτος, ανυποχώρητος, πείσμονας 2. φρ. «σκληρύνω τὴν… …   Dictionary of Greek

  • στία — ἡ, Α μικρός λίθος, λιθαράκι, ψηφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *stāi / stī «συμπυκνώνω, στερεώνω, σκληραίνω» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. styāyate «στερεώνομαι, σκληραίνω» και με το επίθ. styāna «στερεωμένος», πιθ. με γοτθ. stains, αρχ …   Dictionary of Greek

  • αδρίζω — [αδρός] 1. γίνομαι τραχύς, σκληραίνομαι, σκληραίνω 2. γίνομαι ξινός, ξινίζω …   Dictionary of Greek

  • αθιακώνω — [αθιάκι] 1. μπήγω αθιάκι στο τσουκάνι τού αλωνιού για να γίνει σκληρότερο 2. (γενικότερα) κάνω κάτι σκληρό, σκληραίνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”